- συνωνούμαι
- -έομαι, Α1. αγοράζω πολλά προϊόντα μαζί2. αγοράζω κάτι από κοινού με άλλον3. βοηθώ κάποιον να αγοράσει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὠνοῦμαι «αγοράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνωνή — η, ΝΜΑ [συνωνοῦμαι] (νεοελλ. μσν.) φορολογικό μέτρο στο Βυζάντιο, σύμφωνα με το οποίο οι ευπορότεροι γαιοκτήμονες αναλάμβαναν την υποχρέωση να καλύψουν τους φόρους τών γειτόνων τους μικρών γαιοκτημόνων που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις… … Dictionary of Greek
συνωνητής — ὁ, Α [συνωνοῦμαι] αυτός που αγοράζει όλα τα προϊόντα που πουλά κάποιος ή ο εμπορευόμενος … Dictionary of Greek
συνώνητος — ον, Α [συνωνοῦμαι] αυτός που αγοράστηκε από δύο αγοραστές συγχρόνως … Dictionary of Greek